- εξανδραπόδιση
- ηο εξανδραποδισμός (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εξανδραπόδιση — και ανδραπόδιση, η (Α ἐξανδραπόδισις) [εξανδραποδίζω] το να καθιστά κανείς κάποιον δούλο, η πώληση ενός ατόμου ως δούλου … Dictionary of Greek
εξανδραποδισμός — και ανδραποδισμός, ο (Α ἐξανδραποδισμός) [εξανδραποδίζω] εξανδραπόδιση … Dictionary of Greek